άγκλιμα

άγκλιμα
το (Α ἄγκλιμα)
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ. τα αγκλίματα
1. κρεβάτι σε πλοίο, κάτω από το οποίο τοποθετούνται συνήθως δύο ή τρία συρτάρια (αλλιώς κουκέτα)
2. κάθισμα σε τραίνο, που μετατρέπεται σε κρεβάτι
αρχ.
ποιητικός τύπος αντί ανάκλισμα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκλίνω, ποιητικός τύπος τού ἀνακλίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”